αρμεγός

αρμεγός
ο подойник, доильник

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αρμεγός" в других словарях:

  • αρμεγός — ο 1. εκείνος που αρμέγει τα γαλακτοφόρα ζώα 2. δοχείο που χρησιμοποιείται στο άρμεγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Είτε αρμεγός < *αρμογός (με επίδραση του ρ. αρμέγω) < αρχ. αμολγός ή, κατ άλλη άποψη, μεταρρηματικό παράγωγο του ρ.… …   Dictionary of Greek

  • αμολγός — ἀμολγός, ο (Α) νεοελλ. νυχτερινό άρμεγμα (Παπαδιαμ. Γ 339) αρχ. 1. στον Όμηρο πάντοτε στη φρ. «νυκτός ἀμολγῷ», στη μέση, στην καρδιά τής νύχτας λέγεται επίσης για το λυκαυγές, όταν φαίνεται η Αφροδίτη, ή για το λυκόφως, όταν ανατέλλει το… …   Dictionary of Greek

  • βασταγός — και βασταός και βαστάος, ο 1. ο γάιδαρος 2. τοίχος που συγκρατεί το χώμα επικλινούς αγρού 3. όριο αγρού 4. πληθ. οι όρχεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βασταγός < (ρ) βαστάζω (πρβλ. αρμεγός < αρμέγω, φευγός < φεύγω κ.ά.). Ο τονισμός πιθ. κατά τα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»